Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαγερό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαγερό το [tsajeró] Ο38 : α. τσαγιέρα. β. (παρωχ.) σερβίτσιο τσαγιού.

[τσαγ- (τσάι) -ερό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go