Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίφτικος -η -ο [tsíftikos] Ε5 : (λαϊκ.) που ταιριάζει σε τσίφτη: Tσίφτικο φέρσιμο / ντύσιμο.
τσίφτικα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε ~, εντάξει, καθώς πρέπει. Tην περάσαμε ~, τέλεια, φίνα. [τσίφτ(ης) -ικος]



