Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσίλικος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίλικος -η -ο [tsílikos] Ε5 : (οικ.) για κτ. που είναι ολοκαίνουριο και γυαλιστερό: Tσίλικο εικοσάδραχμο / αυτοκίνητο. Tσίλικα παπούτσια.

[τουρκ. çil -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go