Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσάρτερ το [tsárter] Ο (άκλ.) : αεροπορική πτήση με αεροπλάνο που νοικιάζουν τουριστικές επιχειρήσεις για τη μεταφορά οργανωμένων ομάδων τουριστών: Tαξιδεύω με ~. || αεροσκάφος που εκτελεί πτήση τσάρτερ. || (ως επίθ.): Πτήση ~.
[λόγ. < αγγλ. charter]



