Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσάρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσάρος ο [tsáros] Ο18 θηλ. τσαρίνα [tsarína] Ο26 : 1. ο τίτλος του αυτοκράτορα στην προεπαναστατική Ρωσία. || (πειραχτικά) για κπ. που ασκεί απόλυτη εξουσία: Ο ~ της οικονομίας, ο υπουργός Οικονομικών. 2. (θηλ.) α. ο τίτλος της αυτοκράτειρας. β. η γυναίκα του τσάρου.

[σλαβ. tsar (< παλ. γερμ. Kaisar < λατ. Caesar) -ος· τσάρ(ος) -ίνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go