Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσάκισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσάκισμα το [tsákizma] Ο49 : I. (οικ.) η ενέργεια του τσακίζω. 1α. συντριβή, σπάσιμο: Tο ~ της βάρκας / του ποδιού. || ~ της ελιάς, στούμπισμα. β. κατάπνιξη, κατανίκηση: Tο ~ της ανταρσίας / του εγωισμού. γ. (μτφ.) καταβολή σωματικών ή ψυχικών δυνάμεων: Tο ~ του οργανισμού / του κορμιού / των νεύρων. 2. δίπλωμα: Tο ~ μιας κόλας χαρτιού. II. (πληθ.) α. κουνήματα στο χορό. β. νάζια, καμώματα. III. (μουσ., λαϊκότρ.) επωδός, γύρισμα2.

[μσν. τσάκισμα < τσακισ- (τσακίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες