Παράλληλη αναζήτηση
| 329 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσ [ts] & τσου [tsú] επιφ. : (προφ.) συνοδεύεται από την ανάλογη κίνηση και δηλώνει: α. άρνηση· όχι. β. αποδοκιμασία, συνήθ. με επανάληψη.
[τσ: ηχομιμ., με είσοδο αντί για έξοδο του αέρα από το στόμα και ταυτόχρονο κλείσιμο της γλωσσίδας (δεν πρόκειται για κανονικό φθόγγο της ελλην. γλ.)· τσου: κανονική άρθρωση με έξοδο του αέρα και ανάπτυξη [u] αναλ. προς τα κανονικά σύμφωνα: βου, γου]
- τσαγαλής -ιά -ί [tsaγalís] Ε8 & τσαγαλί [tsaγalí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του χλωρού αμύγδαλου· πρασινωπός. || (ως ουσ.) το τσαγαλί, το τσαγαλί χρώμα.
[τσάγαλ(ο) -ής· τσάγαλ(ο) -ί 4]
- τσάγαλο το [tsáγalo] Ο41 : ο καρπός της αμυγδαλιάς, όταν είναι ακόμη χλωρός και έχει το πρασινωπό σαρκώδες περίβλημα.
[τουρκ. çağala εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. (από τα περσ.)]
- τσαγανός ο [tsaγanós] Ο17 : (παρωχ.) κάβουρας. ΦΡ έχει (μέσα του) τσαγανό, είναι πολύ δραστήριος και δυναμικός.
[μσν. τσαγανός < τουρκ. çağanoz]
- τσαγερία η [tsajería] Ο25 : κατάστημα όπου σερβίρουν κυρίως τσάι· τεϊο ποτείο.
[τσαγ- (τσάι) -ερία]
- τσαγερό το [tsajeró] Ο38 : α. τσαγιέρα. β. (παρωχ.) σερβίτσιο τσαγιού.
[τσαγ- (τσάι) -ερό]
- τσαγιέρα η [tsajéra] Ο25α : δοχείο με στόμιο στο επάνω μέρος: α. από προσελάνη, για να ετοιμάζουν και να σερβίρουν το τσάι. β. από μέταλλο, για να ζεσταίνουν νερό στη σόμπα, στο τζάκι κτλ.
[τσαγ- (τσάι) -ιέρα]
- τσαγκαράδικο το [tsaŋgaráδiko] Ο41 : το εργαστήριο του τσαγκάρη· τσαγκάρικο.
[τσαγκάρ(ης) -άδικο]
- τσαγκάρης ο [tsaŋgáris] Ο11 : τεχνίτης που επιδιορθώνει ή κατασκευάζει παπούτσια· υποδηματοποιός: Έδωσα στον τσαγκάρη να σολιάσει τα παπούτσια μου.
[μσν. τσαγκάρης < τσαγκάριος, τζαγγάριος < ελνστ. τζάγγ(α) `είδος μαλακού περσικού παπουτσιού΄ (περσ. προέλ.) -άριος (ορθογρ. απλοπ.)]
- τσαγκάρικο το [tsaŋgáriko] Ο41 : το εργαστήριο του τσαγκάρη· τσαγκαράδικο, υποδηματοποιείο.
[τσαγκάρ(ης) -ικο]



