Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρύγημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρύγημα το [tríjima] Ο49 : η ενέργεια του τρυγώ. 1α. μάζεμα των σταφυλιών από το αμπέλι· τρύγος: Tο ~ του αμπελιού / των σταφυλιών. β. μάζε μα της κηρήθρας από τις κυψέλες: Tο ~ του μελισσιού / της κυψέλης. 2. (μτφ., λογοτ.) απόλαυση ενός υλικού ή πνευματικού αγαθού.

[ελνστ. τρύγημα (στη σημ. 1β)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες