Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρόλεϊ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρόλεϊ το [trólei] Ο (άκλ.) : I. ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο που παίρνει ρεύ μα με δύο κεραίες, τους τρολέδες, από εναέρια σύρματα και που το χρησιμοποιούν στις αστικές συγκοινωνίες. II. βοηθητικό τραπεζάκι με ρόδες: ~ μπαρ.

[λόγ. < αγγλ. trolley]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες