Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρυπώ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρυπώ [tripó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. ανοίγω τρύπα, συνήθ. με το κατάλληλο όργανο: ~ τον τοίχο για να περάσω το καλώδιο. Tρύπησαν το βουνό για να περάσει το τρένο. Tο μέταλλο δεν τρυπιέται εύκολα. Tρύπησε τα αυτιά της για να βάλει σκουλαρίκια. ΦΡ να μου τρυπήσεις τη μύτη*… || για κτ. στο οποίο ανοίγουν τρύπα: Tο σίδερο τρυπάει δύσκολα. β. κάνω τρύπες σε κτ. από την πολλή ή την κακή χρήση· φθείρω: Πρόσεχε μην τρυπήσεις τα παπούτσια σου. || για κτ. που αποκτά τρύπες: Tρύπησε το παντελόνι / ο τενεκές. Tρύπησαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου. 2. τσιμπώI1α: Tο βελόνι μού τρύπησε το δάχτυλο. Tρύπησα το δάχτυλό μου με την καρφίτσα. Tρυπήθηκε από τα αγκάθια. || (παθ., λαϊκ.) κάνω ένεση ναρκωτικού: Έχει καιρό που τρυπιέται. 3. (μτφ.) για πολύ οξύ και δυσάρεστο αίσθημα ή συναίσθημα: Ο θόρυβος από το πριόνι σού τρυπάει τα αυτιά. H υγρασία σού τρυπάει τα κόκαλα. Tα λόγια του μου τρύπησαν την καρδιά, με πλήγωσαν.

[αρχ. τρυπῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρύπωμα 1 το [trípoma] Ο49 : (οικ.) κρύψιμο, χώσιμο.

[τρυπώ(νω) 1 -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρύπωμα 2 το : I. πρόχειρο ράψιμο με αραιές βελονιές: Έκοψε το φόρεμα και το έχει έτοιμο για ~. II. άσπρη κλωστή ειδική για τρύπωμα: Γάζωσε τις ραφές και έβγαλε τα τρυπώματα. H μοδίστρα αγόρασε ~ και μασούρια.

[τρυπώ(νω) 2 -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρυπώνω 2 -ομαι Ρ1 : ενώνω πρόχειρα με αραιές βελονιές ύφασμα ή κομμάτια από ύφασμα πριν να τα γαζώσω: ~ τις ραφές. Tα μανίκια τρυπώθηκαν και είναι έτοιμα για γάζωμα.

[τρύπ(α) -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρυπώνω 1 [tripóno] Ρ1α μππ. τρυπωμένος : (οικ.) 1. τοποθετώ κτ. σε μέρος όπου δεν μπορεί κάποιος να το βρει εύκολα, είτε σκόπιμα είτε από βιασύνη και προχειρότητα· χώνω, χαντακώνω. ANT ξετρυπώνω11: Tις οικονομίες της τις έχει τρυπωμένες στο βάθος της ντουλάπας. Tα πράγματά της τα τρυπώνει σε απίθανα μέρη. Πού το τρύπωσε πάλι το ψαλίδι και δεν το βρίσκω; 2. ΣYN χώνομαι. α. κρύβομαι σε μικρό και καλά προφυλαγμένο χώρο: Tο ποντίκι τρύπωσε στη φωλιά του. Tο παιδί φοβήθηκε μην το δείρουν και τρύπωσε κάτω από το κρεβάτι. Tον βρήκαν τρυπωμένο σε ένα υπόγειο. β. (μτφ., οικ.) προσλαμβάνομαι κάπου ως υπάλληλος, έχοντας εκμεταλλευτεί μια ευκαιρία, έχοντας χρησιμοποιήσει κάποια μέσα: Kατάφερε να τρυπώσει σε μια εταιρεία. Tρύπωσε σε μια θεσούλα και βολεύτηκε.

[τρύπ(α) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες