Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρυπητός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρυπητός -ή -ό [tripitós] Ε1 : που τον έχουν κατασκευάσει με τρύπες: Bγάζω τις πατάτες από το τηγάνι με την τρυπητή κουτάλα. Φοράει κάλτσες τρυπητές, δικτυωτές. || (ως ουσ.) το τρυπητό, σκεύος της κουζίνας, με τρύπες σε διάφορα μεγέθη, κατάλληλο για να σουρώνουν ή για να πολτοποιούν τροφές: Στραγγίζω τα μακαρόνια στο τρυπητό, σουρωτήρι. Περνώ τις πατάτες από το ~ για να τις κάνω πουρέ.

[αρχ. τρυπητός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go