Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρούφα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρούφα η [trúfa] Ο25 : I. είδος πάστας με κρέμα σοκολάτας, που είναι γαρνιρισμένη με κόκκους σοκολάτας. || (σοκολάτα) ~, σοκολάτα σε λεπτούς κόκκους. II. είδος υπόγειου μύκητα σε σχήμα πατάτας, που η επιφάνειά του καλύπτεται από μικρές σαν κόκκους προεξοχές. τρουφάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I. τρουφίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I.

[λόγ. < γαλλ. truff(e) (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες