Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τροχόσπιτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροχόσπιτο το [troxóspito] Ο41 : είδος μικρού σπιτιού με ρόδες, από συνθετική ύλη, που το ρυμουλκεί επιβατικό αυτοκίνητο και που το χρησιμοποιούν σε ειδικούς χώρους κατασκήνωσης. || ξύλινο ή μεταλλικό σπιτάκι με ρόδες, που το χρησιμοποιούν για μονιμότερη εγκατάσταση· τροχοβίλα.

[τροχ(ός) -ο- + σπίτ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go