Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροχασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροχασμός ο [troxazmós] Ο17 : τρόπος γρήγορου βαδίσματος του αλόγου, κατά τον οποίο το δεξί μπροστινό πόδι κινείται ταυτόχρονα με το πίσω αριστερό και αντίστροφα· διποδισμός.

[λόγ. < ελνστ. τροχασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες