Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροχαλία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροχαλία η [troxalía] Ο25 : τροχός με αυλακωτή περιφέρεια, από όπου περνάει ένα σκοινί που περιστρέφεται γύρω από άξονα· τον χρησιμοποιούν για να ανυψώνουν βαριά αντικείμενα. || ~ με ιμάντα, μηχανικό σύστημα για τη μετάδοση της κίνησης, του οποίου ο ένας τροχός μεταδίδει την περιστροφική κίνηση σε άλλον τροχό, με τη βοήθεια ενός ατέρμονα ιμάντα.

[λόγ. < αρχ. τροχαλία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες