Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροχίλος ο [troxílos] Ο18 : 1. (αρχιτ.) είδος σκοτίας, τμήμα της βάσης του ιωνικού κίονα, που έχει σχήμα κυλίνδρου. 2. καρούλι, μακαράς.
[λόγ.: 2: αρχ. τροχίλος· 1: ελνστ. σημ.]



