Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τροφοδότηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροφοδότηση η [trofoδótisi] Ο33 : η ενέργεια του τροφοδοτώ. 1. συστηματική παροχή τροφίμων σε οργανωμένα σύνολα ανθρώπων· τροφοδοσία1: Εξασφαλίστηκε η ομαλή ~ της αγοράς με φρούτα / με κρέας. 2α. παροχή των υλικών ή των μέσων που είναι αναγκαία για τη λειτουργία ενός μηχανήματος, συστήματος, οργανισμού κτλ.: H ~ του κινητήρα με καύσιμα. H ~ της εταιρείας με ξένα κεφάλαια. β. (μτφ.) εξασφάλιση των προϋποθέσεων για τη διατήρηση μιας κατάστασης: H ~ του ενδιαφέροντος του κοινού για το βιβλίο. 3. (αθλ.) το πέρασμα της μπάλας από παίκτη σε συμπαίκτη.

[λόγ. τροφοδοτη- (τροφοδοτώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go