Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροφοδότης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροφοδότης ο [trofoδótis] Ο10 θηλ. τροφοδότρια [trofoδótria] Ο27 & (λογοτ.) τροφοδότρα [trofoδótra] Ο25α στη σημ. 2 : 1α. αυτός που είναι υπεύθυνος για την τροφοδοσία μιας ομάδας ανθρώπων· προμηθευτής τροφίμων: ~ του στρατού / του στόλου. ~ πλοίων / φυλακών. || (ως επίθ.): Tροφοδότρια εταιρεία. β. (οικον., ως επίθ.): ~ λογαριασμός. 2. (λογοτ., ως επίθ.) που δίνει ζωή ή βοηθάει στη διατήρησή της· ζωοδότης: ~ ήλιος. Tροφοδότρα γη.

[λόγ. < μσν. τροφοδότης < τροφ(ή) -ο- + -δότης `που παρέχει τροφή΄· λόγ. τροφοδό(της) -τρια· λόγ. τροφοδό(της) -τρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροφοδότηση η [trofoδótisi] Ο33 : η ενέργεια του τροφοδοτώ. 1. συστηματική παροχή τροφίμων σε οργανωμένα σύνολα ανθρώπων· τροφοδοσία1: Εξασφαλίστηκε η ομαλή ~ της αγοράς με φρούτα / με κρέας. 2α. παροχή των υλικών ή των μέσων που είναι αναγκαία για τη λειτουργία ενός μηχανήματος, συστήματος, οργανισμού κτλ.: H ~ του κινητήρα με καύσιμα. H ~ της εταιρείας με ξένα κεφάλαια. β. (μτφ.) εξασφάλιση των προϋποθέσεων για τη διατήρηση μιας κατάστασης: H ~ του ενδιαφέροντος του κοινού για το βιβλίο. 3. (αθλ.) το πέρασμα της μπάλας από παίκτη σε συμπαίκτη.

[λόγ. τροφοδοτη- (τροφοδοτώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες