Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τροφοδοσία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροφοδοσία η [trofoδosía] Ο25 : 1. παροχή τροφίμων σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων: H ~ του στρατού / του άμαχου πληθυσμού. || Διακόπηκε η ~ της πόλης με νερό. 2α. ανεφοδιασμός εμπορικής επιχείρησης. β. παροχή υλικών για τη λειτουργία ενός μηχανήματος, συστήματος κτλ.: H ~ των πλοίων με καύσιμα.

[λόγ. τροφο(δότης) -δοσία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go