Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροτσκισμός ο [trotskizmós] Ο17 : κομμουνιστική θεωρία που υποστηρίζει τη διαρκή επανάσταση με διεθνή χαρακτήρα.
[λόγ. < γαλλ. trotskisme < ανθρωπων. Trotski (όν. Σοβιετικού πολιτικού) (-isme = -ισμός)]



