Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροποποιητικός -ή -ό [tropopiitikós] Ε1 : που αναφέρεται στην τροποποίηση και ιδίως που επιφέρει τροποποίηση: Tροποποιητικές διατάξεις.
[λόγ. τροποποιη- (τροποποιώ) -τικός]



