Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροπάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροπάρι το [tropári] Ο44α : (προφ.) τροπάριο. ΦΡ το ίδιο ~ / τροπάριο, για επίμονη και κουραστική επανάληψη των ίδιων απόψεων, αιτημάτων κτλ.: Άρχισε να μου ψέλνει το ίδιο ~. Xρόνια τώρα το ίδιο ~ / τροπάριο. Aυτός, με το ~ του. αλλάζω ~ / τροπάριο, αλλάζω τρόπο ομιλίας και συμπεριφοράς.

[μσν. τροπάριν < τροπάριον με αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροπάριο το [tropário] Ο40 : λειτουργικός ύμνος που χρησιμοποιείται (κυρίως ψάλλεται) σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες: Tο ~ του Aγίου Δημητρίου / της Aγίας Ειρήνης / της Aναλήψεως, το απολυτίκιο. Tο ~ της Kασσιανής, που έγραψε η μοναχή Kασσιανή. ΦΡ το ίδιο ~ / τροπάρι*. αλλάζω ~ / τροπάρι*.

[λόγ. < μσν. τροπάριον υποκορ. του αρχ. τρόπ(ος) στη σημ. `μελωδικός τρόπος΄ -άριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες