Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρομώδης -ης -ες [tromóδis] Ε11 : (ιατρ.) συνήθ. για νευρολογική πάθηση που έχει ως σύμπτωμα την τρεμούλα: ~ παράλυση. || (ψυχιατρ.) τρομώδες παραλήρημα, οξύ παραλήρημα που συχνά συνοδεύεται από ψευδαισθήσεις και σπασμούς.
[λόγ. < αρχ. τρομώδης]



