Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρομάρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρομάρα η [tromára] Ο25α : (οικ.) τρόμος: Πήρα μια ~ μόλις τον είδα! M΄ έπιασε μια ~ που δε λέγεται! || (ως επιφ.) ~ του ! / ~ να τού ΄ρθει, σε κπ. που, ανόητα, πιστεύει σε κτ.: Έτσι εύκολα νόμισες πως βγαίνουν τα λεφτά, ~ σου! (έκπληξη) Aχ, ~ μου! ΦΡ (ειρ.) είναι μια χαρά και δυο τρομάρες, σε κακή κατάσταση.

[μσν. τρομάρα < τρόμ(ος) -άρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go