Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριχοτομώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριχοτομώ [trixotomó] -ούμαι Ρ10.9 : διαιρώ σε τρία ίσα ή ισότιμα μέλη.

[λόγ. < αρχ. τριχοτομῶ `τέμνω στα τρία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go