Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριχιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριχιά η [trixá] Ο24 : σκοινί τρίχινο και αρκετά χοντρό. || (επέκτ.) χοντρό σκοινί. ΦΡ κάνει την τρίχα* ~.

[ελνστ. τριχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go