Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριτοετής -ής -ές [tritoetís] Ε10 : που φοιτά στο τρίτο έτος μιας ανώτερης ή ανώτατης σχολής: ~ σπουδαστής / σπουδάστρια. ~ φοιτητής / φοιτήτρια. || (ως ουσ.) ο τριτοετής, θηλ. τριτοετής: Συνέλευση / εκδρομή των τριτοετών.
[λόγ. τριτο- + -ετής]



