Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριτεγγυώμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριτεγγυώμαι [tritengióme] Ρ11 : (νομ.) παρέχω τριτεγγύηση.

[λόγ. τριτ(ο)- + εγγυώμαι κατά τη σημ. της λ. τριτεγγύηση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες