Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρισαλί
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισαλί [trisalí] επιφ. : (λαϊκότρ.) για να εκφράσουμε μεγάλο πόνο, λύπη, συνήθ. σε συνδυασμό με το επιφώνημα αλί· τρισαλίμονο: Aλί και ~, ο δύστυχος! Aλί και ~ αν…, αλίμονο αν…: Aλί και ~ αν περιμένουμε βοήθεια από τους ξένους.

[τρισ- + αλί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισαλίμονο [trisalímono] επιφ. : για να εκφράσουμε μεγάλο πόνο, μεγά λη λύπη, συνήθ. σε συνδυασμό με το επιφώνημα αλίμονο· τρισαλί: Aλίμο νο και ~, τι συμφορά μάς βρήκε! Aλίμονο και ~ αν…, για πολύ δυσοίω νη πρόβλεψη: Aλίμονο και ~ αν συνεχίσει αυτή τη ζωή.

[τρισ- + αλίμονο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες