Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρισάθλιος -α -ο [trisáθlios] Ε6 : πάρα πολύ άθλιος. 1α. (για πρόσ.) πολύ φτωχός και δυστυχισμένος: Ένα τρισάθλιο γεροντάκι ζητιάνευε στη γωνιά του δρόμου. β. (για πργ. ή αφηρ. ουσ.) που βρίσκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι της ποιοτικής διαβάθμισης: Zει σε μια τρισάθλια κάμαρα. Bρίσκεται σε ελεεινή και τρισάθλια κατάσταση. Ένα τρισάθλιο έργο. 2. για άνθρωπο με πολύ κακό χαρακτήρα: Tι σου έκανε αυτός ο ~!, ο παλιάνθρωπος. Είναι ένας ελεεινός και ~.
[λόγ. < αρχ. τρισάθλιος]



