Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρισ
28 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρις [trís] επίρρ. : (λόγ.) τρεις φορές.

[λόγ. < αρχ. τρίς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρις το [trís] Ο (άκλ.) : (με απόλ. αριθμτ.) συντετμημένος τύπος της λέξης τρισεκατομμύριο: Ο προϋπολογισμός ανέρχεται σε δέκα ~.

[σύντμ. του τρισ(εκατομμύριο) κατά το ουσ. δις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισ- [tris] & τρι- 2 [tri], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [s] : α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα και ουσιαστικά. 1. επιτείνει τη σημασία του β' συνθετικού: ~άθλιος, ~εύγενος, ~ευτυχισμένος, ~κατάρατος, ~μακάριστος· τρισκόταδο· τριγύρω. 2. (πρβ. τρι- 1): α. προσδίδει την έννοια του αριθμού τρία στο β' συνθετικό: ~διάστατος, ~υπόστατος, που έχει τρεις διαστάσεις, υποστάσεις. β. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό ισχύει τρεις φορές: ~έγγονο.

[1, 2β: αρχ. τρισ- < επίρρ. τρίς `τρεις φορές΄ ως α' συνθ.: αρχ. τρισ-άθλιος· 2α: λόγ. < ελνστ. τρισ-υπόστατος, τρισ-διάστατος· μσν. τρι- < τρισ- με αποβ. του τελικού [s] κατά το τρι- 1: μσν. τρι-γύρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισάγιος -α -ο [trisájios] Ε6 : 1. (εκκλ.) Ο ~ ύμνος, ύμνος στον οποίο ψάλλουν τρεις φορές το «Άγιος», δηλαδή «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος». 2. (ως ουσ.) το τρισάγιο, δέηση που κάνει ο ιερέας για την ανάπαυση της ψυχής ενός νεκρού: Ο ιερέας έψαλε τρισάγιο στον τά φο του. Ο παπάς διάβασε ένα τρισάγιο. Kάνω τρισάγιο. (προφ.) Ρίχνω ένα τρισάγιο.

[λόγ. < ελνστ. τρισάγιος, μσν. ουσιαστικοπ. ουδ. τρισάγιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισάθλιος -α -ο [trisáθlios] Ε6 : πάρα πολύ άθλιος. 1α. (για πρόσ.) πολύ φτωχός και δυστυχισμένος: Ένα τρισάθλιο γεροντάκι ζητιάνευε στη γωνιά του δρόμου. β. (για πργ. ή αφηρ. ουσ.) που βρίσκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι της ποιοτικής διαβάθμισης: Zει σε μια τρισάθλια κάμαρα. Bρίσκεται σε ελεεινή και τρισάθλια κατάσταση. Ένα τρισάθλιο έργο. 2. για άνθρωπο με πολύ κακό χαρακτήρα: Tι σου έκανε αυτός ο ~!, ο παλιάνθρωπος. Είναι ένας ελεεινός και ~.

[λόγ. < αρχ. τρισάθλιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισαλί [trisalí] επιφ. : (λαϊκότρ.) για να εκφράσουμε μεγάλο πόνο, λύπη, συνήθ. σε συνδυασμό με το επιφώνημα αλί· τρισαλίμονο: Aλί και ~, ο δύστυχος! Aλί και ~ αν…, αλίμονο αν…: Aλί και ~ αν περιμένουμε βοήθεια από τους ξένους.

[τρισ- + αλί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισαλίμονο [trisalímono] επιφ. : για να εκφράσουμε μεγάλο πόνο, μεγά λη λύπη, συνήθ. σε συνδυασμό με το επιφώνημα αλίμονο· τρισαλί: Aλίμο νο και ~, τι συμφορά μάς βρήκε! Aλίμονο και ~ αν…, για πολύ δυσοίω νη πρόβλεψη: Aλίμονο και ~ αν συνεχίσει αυτή τη ζωή.

[τρισ- + αλίμονο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίσβαθο το [trízvaθo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : το πιο βαθύ σημείο: Στα τρίσβαθα της γης / του ωκεανού. Στα τρίσβαθα της ψυχής του φώλιαζε μια ελπίδα.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. τρίσβαθος < τρισ- + βάθ(ος) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισδιάστατος -η -ο [trizδiástatos] Ε5 : που έχει τρεις διαστάσεις, δηλαδή μήκος, πλάτος, ύψος: ~ χώρος. || Εικόνα τρισδιάστατη / τρισδιάστα το φιλμ, με προοπτικό βάθος.

[λόγ. τρισ- + διάστα(σις) -τος μτφρδ. γαλλ. à trois dimensions ή γερμ. dreidimensional]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισέγγονο το [triséŋgono] Ο41 : ο τρισέγγονος ή η τρισεγγονή κάποιου: Aπόχτησε δισέγγονα και τρισέγγονα.

[< τρισέγγονος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες