Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριπλασιασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριπλασιασμός ο [triplasiazmós] Ο17 : η ενέργεια του τριπλασιάζω, αύξηση κατά τρεις φορές: Ο ~ της περιουσίας / της αμοιβής / των εξόδων.

[λόγ. < ελνστ. τριπλασιασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες