Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριολέτο το [trioléto] Ο39 : 1. (μετρ.) οχτάστιχο με δύο ομοιοκαταληξίες. 2. (μουσ.) σύνολο από τρεις νότες της ίδιας αξίας, που παίζεται σε χρόνο ίσο με δύο νότες της ίδιας αξίας.
[λόγ. < γαλλ. triolet -ο (οθρογρ. δαν.)]



