Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρικύμισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρικύμισμα το [trikímizma] Ο49 : αναταραχή: 1. της θάλασσας. 2. (μτφ.) της ψυχής και του πνεύματος.

[λόγ. τρικυμισ- (τρικυμίζω δες στο τρικυμισμένος) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες