Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρικό
6 items total [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρικό το [trikó] Ο (άκλ.) : είδος πλεχτού υφάσματος. || (επέκτ.) φανελάκι ή μπλουζάκι από το παραπάνω ύφασμα.

[λόγ. < γαλλ. tricot]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίκογχος -η -ο [tríkoŋxos] Ε5 : (αρχιτ.) για οικοδόμημα, κυρίως για χριστιανικό ναό, που έχει στην ανατολική πλευρά του τρεις κόγχες: ~ βυζαντινός ναός.

[λόγ. < ελνστ. τρίκογχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρικολόρε [trikolóre] Ε (άκλ.) : συνήθ. μειωτικά για κτ. φανταχτερά πολύχρωμο: Φορούσε ένα σακάκι ~.

[ιταλ. tricolore]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίκορφος -η -ο [tríkorfos] Ε5 : που έχει τρεις κορυφές: Tρίκορφο βουνό.

[τρι- 1 + κορφ(ή) -ος (πρβ. ελνστ. τρικόρυφος ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρικούβερτος -η -ο [trikúvertos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει μεγάλη ένταση και διάρκεια, κυρίως με ουσιαστικά που δηλώνουν συμπλοκή ή ψυχαγωγική συγκέντρωση: Έστησαν καβγά τρικούβερτο. Έπιασαν τρικούβερτο χορό. Έγινε ~ γάμος. Έγινε τρικούβερτο γλέντι.

[τρι- 2 + κουβέρτ(α) 2 -ος (αρχική σημ. για πολύ μεγάλο καράβι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίκοχο το [tríkoxo] Ο41 : είδος πηλικίου χωρίς γείσο, που καταλήγει σε τρεις αιχμηρές προεξοχές.

[λόγ. τρι- 1 + κόχ(η)1 -ο μτφρδ. γαλλ. *tricanton, δες στο τρικαντό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go