Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρικράνι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρικράνι το [trikráni] Ο44 : αντικείμενο με τρεις αιχμές. α. γεωργικό εργαλείο. β. καμάκι.

[μσν. *τρικράνι (πρβ. μσν. τρικριάνι) < *τρικράνιον υποκορ. του αρχ. τρίκρανος `με τρία κεφάλια΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες