Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρικαντό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρικαντό το [trikandó] Ο (άκλ.) : επίσημο καπέλο από ύφασμα, με φαρδύ και ανασηκωμένο γείσο που σχημάτιζε τρεις γωνίες.

[λόγ. < γαλλ. *tricanton < tri- `τρι-΄ + canton, από παλ. σημ. στα προβηγκιανά: `γωνία΄ < προβηγκιανό cant `άκρια΄ < λατ. canthus < ελνστ. κανθός `το στεφάνι της ρόδας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες