Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρικαντό το [trikandó] Ο (άκλ.) : επίσημο καπέλο από ύφασμα, με φαρδύ και ανασηκωμένο γείσο που σχημάτιζε τρεις γωνίες.
[λόγ. < γαλλ. *tricanton < tri- `τρι-΄ + canton, από παλ. σημ. στα προβηγκιανά: `γωνία΄ < προβηγκιανό cant `άκρια΄ < λατ. canthus < ελνστ. κανθός `το στεφάνι της ρόδας΄]



