Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριγωνικός -ή -ό [triγonikós] Ε1 : που έχει τη μορφή τριγώνου: Tριγωνικό σχήμα. Tριγωνική βάση. Tριγωνική πυραμίδα, που έχει τριγωνική βάση. Tριγωνικό πρίσμα, του οποίου οι έδρες είναι τρίγωνα.
[λόγ. < ελνστ. τριγωνικός]



