Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριγυρίστρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριγυρίστρα 1 η [trijirístra] Ο25α : για γυναίκα που, για να περάσει την ώρα της, γυρίζει άσκοπα στους δρόμους ή επισκέπτεται, πολλές φορές και φορτικά φίλους και γνωστούς, παραμελώντας τις οικογενειακές της υποχρεώσεις· γυρίστρα.

[τριγυρισ- (τριγυρίζω) -τρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριγυρίστρα 2 η : πυώδης φλεγμονή που παρουσιάζεται γύρω από το νύχι, συνήθ. του χεριού.

[τριγυρισ- (τριγυρίζω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες