Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριβείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριβείο το [trivío] Ο39 : (τεχν.) μηχάνημα για τη λείανση ξύλων, μετάλλων κτλ.

[λόγ. τριβ(εύς δες στο τριβέας) -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες