Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριβέλι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριβέλι το [trivéli] Ο44 : 1. (παρωχ.) τρυπάνι: H σκέψη αυτή του τρυπούσε το κεφάλι σαν ~. 2. (μτφ.) δυνατός, διαπεραστικός πόνος ή δυσάρεστη σκέψη: Ένα ~ τής τρυπούσε τα μηλίγγια.

[μσν. τριβέλ(λ)ιον < παλ. ιταλ. trivell(o) -ιον > ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριβελίζω [trivelízo] Ρ2.1α : 1. (παρωχ.) τρυπώ με τρυπάνι. 2. (μτφ.) α. για συνεχείς ενοχλητικούς θορύβους ή συζητήσεις: Οι νεαροί με τις μοτοσικλέτες μάς τριβελίζουν τα αυτιά όλη τη νύχτα. Tο παλιόπαιδο έχει μια ώρα που με τριβελίζει για να του δώσω λεφτά. β. για κτ. δυσάρεστο που με απασχολεί και με βασανίζει: Mαύρες σκέψεις τού τριβέλιζαν το νου / το μυαλό.

[τριβέλ(ι) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριβέλισμα το [trivélizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τριβελίζω: Tο ~ των αυτιών / του μυαλού.

[τριβελισ- (τριβελίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες