Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριβέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριβέας ο [trivéas] Ο21 : (τεχν.) κοίλο μέρος μηχανής ή εργαλείου, μέσα στο οποίο περιστρέφεται η άτρακτος.

[λόγ. < ελνστ. τριβεύς, αιτ. -έα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες