Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριανταφυλλής -ιά -ί
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριανταφυλλής -ιά -ί [triandafilís] Ε8 & τριανταφυλλί [triandafilí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του τριαντάφυλλου, το έντονο ροζ· ρόδινος: Ο ουρανός έχει πάρει ένα χρώμα τριανταφυλλί. H μπλούζα της είχε μια τριανταφυλλιά / τριανταφυλλί απόχρωση. || (ως ουσ.) το τριανταφυλλί, το τριανταφυλλί χρώμα: Tο τριανταφυλλί κυριαρχούσε στο κοριτσίστικο δωμάτιό της.

[τριαντάφυλλ(ο) -ής· τριαντάφυλλ(ο) -ί 4]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go