Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριαντάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριαντάρι το [triandári] Ο44 : (οικ.) σύνολο από τριάντα ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Mου στοίχισε ένα ~, τριάντα χιλιάδες.

[τριάντ(α) -άρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριανταριά η [triandarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου τριάντα: Tη διάλεξη την παρακολούθησαν μόνο καμιά ~ άνθρωποι.

[τριάντ(α) -αριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες