Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριακονταετής -ής -ές [triakondaetís] Ε10 : α. που διαρκεί τριάντα χρόνια: Ο ~ πόλεμος 1618-1648. β. (λόγ., για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) τριάντα ετών.
[λόγ. < αρχ. τριακονταέτης με μετακ. τόνου κατά τα διετής, τριετής]



