Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τριάρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριάρα η [triára] Ο25α : 1. (προφ.) ποινή τριών ημερών. α. φυλάκιση τριών ημερών στο στρατό: Έφαγε μια ~. β. αποβολή μαθητή από το σχολείο για τρεις μέρες. 2. (πληθ.) για ζάρια που, όταν τα ρίχνουν, δείχνουν την πλευρά που έχει τρία στίγματα: Έφερε τριάρες. 3. (για ποδοσφαιρικό αγώνα) τρία τέρματα: Φάγαμε μια ~.

[τρί(α) -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες