Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρεχαλητό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρεχαλητό το [trexalitó] Ο38 : (οικ.) γρήγορο τρέξιμο· τρεχάλα.

[τρεχάλ(α) -ητό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες