Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρεχάτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρεχάτος -η -ο [trexátos] Ε3 : (οικ.) που τρέχει από βιασύνη: Πηγαινοέρχεται ~ για να εξυπηρετήσει την πελατεία, τρέχοντας.

[τρέχ(ω) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go