Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρεμουλιαστός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρεμουλιαστός -ή -ό [tremulastós] Ε1 : (οικ.) που τρεμουλιάζει: H φωνή του γέρου έβγαινε τρεμουλιαστή. H τρεμουλιαστή φλόγα του κεριού. || Tο πετυχημένο ζελέ είναι τρεμουλιαστό. τρεμουλιαστά ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~.

[τρεμουλιασ- (τρεμουλιάζω) -τός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go