Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρελόχαρτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρελόχαρτο το [trelóxarto] Ο41 : (προφ.) ιατρική βεβαίωση ότι κάποιος είναι ψυχικά άρρωστος.

[τρελο- + χαρτ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες